- χρωματόμετρο
- renk ölçer, kolorimetre
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
χρωματόμετρο — χρωματόμετρο, το και χρωμόμετρο, το όργανο με το οποίο καθορίζεται ο βαθμός της περιεκτικότητας υγρών διαλυμάτων σε χρωστική ουσία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ηλεκτροφόρηση — Μετακίνηση φορτισμένων κολλοειδών σωματιδίων υπό την επίδραση ηλεκτρικού πεδίου· τα θετικά φορτισμένα σωματίδια κατευθύνονται προς το αρνητικό ηλεκτρόδιο και τα αρνητικά φορτισμένα προς το θετικό. Η ταχύτητα μεταφοράς εξαρτάται από τον αριθμό των … Dictionary of Greek
μέτρο — Υπόγειος ηλεκτρικός σιδηρόδρομος, που έχει ως βασικά χαρακτηριστικά γνωρίσματα τη μεγάλη ταχύτητα μεταφοράς, την πυκνότητα των σταθμών ανάμεσα στην αφετηρία και στο τέρμα (500 1000μ.) καθώς και την αξιοπιστία ως μέσο μεταφοράς. Οι σιδηροδρομικές… … Dictionary of Greek
χρωμόμετρο — το, Ν βλ. χρωματόμετρο … Dictionary of Greek
χρωματομετρία — χρωματομετρία, η και χρωμομετρία, η 1. ο καθορισμός με το χρωματόμετρο της περιεκτικότητας των διαλυμάτων σε χρωστική ουσία. 2. κλάδος της αστρονομίας που ασχολείται με τα χρώματα των ουράνιων σωμάτων. 3. κλάδος της οπτικής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χρωμόμετρο — το βλ. χρωματόμετρο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)